- επιστροφή
- η (AM ἐπιστροφή) [επιστρέφω]η επάνοδος σ’ έναν τόπο, ο γυρισμός (α. «επιστροφή στην πατρίδα» β. «πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί», Αισχύλ.)νεοελλ.1. απόδοση οφειλής ή δώρου («επιστροφή χρημάτων»)2. ό,τι προέρχεται από επιστροφή επειδή δεν πουλήθηκεμσν.1. ανταπόδοση2. μετάνοια3. συγχώρεση4. ελπίδααρχ.-μσν.επάνοδος στην ορθή πίστηαρχ.1. περιστροφή («ὑπὸ τὴν ἐκείνης χεῑρά τε καὶ ἐπιστροφήν τῆς τοῡ ἀτράκτου δίνης», Πλάτ.)2. στροφή, στρίψιμο («ἐπιστροφή τῶν σχοινίων», Πλούτ.)3. (για τόξο ή κόλπο) καμπύλη, κύρτωμα4. επάνοδος σε νέα προσβολή («δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί», Σοφ.)5. (για πλοίο) αλλαγή κατεύθυνσης, στροφή («ἡ ἐπιστροφὴ ἐς τὴν εὐρυχωρίαν», Θουκ.)6. στροφή σε ορθή γωνία7. υποτροπή αρρώστιας8. μεταστροφή τών πραγμάτων («μή τις ἐπιστροφὴ γένηται»)9. τέλος, έκβαση («τοιαύτην ἔσχε τὴν ἐπιστροφήν», Πολ.)10. προσοχή σ’ ένα πρόσωπο ή πράγμα, φροντίδα («πρὸ τοῡ θανόντος τήνδ’ ἔθεσθ’ ἐπιστροφήν», Σοφ.)11. ένταση, ικανότητα στο ύφος12. επίπληξη, μάλωμα13. (λογ.) αντιστροφή πρότασης14. (νεοπλατων.) α) επιστροφή προς το ίδιο το αντικείμενοβ) επάνοδος στην πηγή τού όντος.
Dictionary of Greek. 2013.